κάλπης

κάλπης
ο , κάλπισσα η обманщи|к, -ца, жулик

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κάλπης" в других словарях:

  • κάλπης — ο, θηλ. κάλπισσα κίβδηλος άνθρωπος, απατεώνας, ψεύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kalp] …   Dictionary of Greek

  • κάλπης — ο θηλ. ισσα (λ. τουρκ.), απατεώνας, κίβδηλος άνθρωπος, ανειλικρινής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάλπης — κάλπη trot fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρπης — ο, θηλ. κάρπισσα, ουδ. κάρπικο ο κάλπης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. κάλπης] …   Dictionary of Greek

  • Miltiadis Goulimis — (Greek: Μιλτιάδης Γουλιμής) (1844–1896) was a Greek politician from Missolonghi. In the Greek elections on April 16, 1895, he defeated the former Prime Minister Charilaos Trikoupis and won the regional seat, leaving Trikoupis out of the Hellenic… …   Wikipedia

  • КАЛЬПА —    • Calpe,          Κάλπη,        1. см. Abyla columna, Абила;        2. Κάλπης λιμήν, портовый город в Вифинии, к западу от Гераклеи, н. местечко и гавань Кирпех. Хеn. Anab. 6, 4, 1 слл …   Реальный словарь классических древностей

  • CALPAE — urbs Bithyniae, Steph. Καλπαι πόλις Βιθυνῶν, ἔςτι δὲ καὶ λιμην` Κάλπη. Calpae urbs Bithyniae: est et portus Calpae. Arriano λιμην` Κάλπης, Plinio, l. 6. c. 1. portus Calpas, a fluv. cognomine, vide Salmas. ad Solin. p. 880. ut et in voce Calpes… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CALPE — I. CALPE Hispaniae oppid. ad fretum Gaditanum, hinc Estrecho de Gibraltar, antiquitus Heraclea dictum, ut auctor est Timosthenes apud Strab. Nunc Gibraltar, Urbs Vandalitiae parva, sed munita cum arce, 4. mill. pass. ab Heracleae ruderibus,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αγγειοπλαστική — I (Τεχν.).Η κατασκευή αγγείων από πηλό ή άλλη ύλη. Είναι μία από τις αρχαιότερες τέχνες (τα πρώτα αγγεία χρονολογούνται από την 11η χιλιετία π.Χ.). Στην αρχή, η α. σκόπευε να καλύψει απλώς τις οικιακές ανάγκες. Γρήγορα, όμως, αρχίζει η… …   Dictionary of Greek

  • αποβάτης — Εκείνος που στους αρχαίους ελληνικούς αγώνες είχε την ικανότητα να ανεβαίνει και να κατεβαίνει από το άλογό του ή το άρμα του, ενώ αυτό βρισκόταν σε κίνηση. To αγώνισμα των α. ήταν γνωστό στην αρχαία Ελλάδα από πολύ παλιά, κυρίως όμως γινόταν… …   Dictionary of Greek

  • κάλπη — Δοχείο στο οποίο πολλοί αρχαίοι λαοί που ακολουθούσαν το νεκρικό έθιμο της καύσης συγκέντρωναν την τέφρα και τα οστά των νεκρών. Ονομάζεται και τεφροδόχος. Η χρήση της κ. εμφανίστηκε σποραδικά στην Ευρώπη στη χαλκολιθική εποχή. Στις αρχές της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»